οριζοντίωση

οριζοντίωση
η [οριζοντιώνω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού οριζοντιώνω, οριζόντια τοποθέτηση
2. (τοπογρ.) η οριζόντια τοποθέτηση τής γραμμής ή τού επιπέδου τών κάθε είδους οργάνων που χρησιμοποιούνται στις γεωμετρογραφικές επιστήμες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αεροστάθμη — Όργανο που κατά κανόνα χρησιμοποιείται για να ελέγχεται αν ένα επίπεδο είναι οριζόντιο. Βασίζεται στο γεγονός ότι μια φυσαλίδα αέρα που εμπεριέχεται σε υγρό μέσα σε ένα κλειστό δοχείο, τείνει να τοποθετηθεί στο σημείο του δοχείου που βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • ισασμός — και ισιασμός, ο (ΑΜ ἰσασμός, Μ και ἰσιασμός και ἰσαμός) [ισάζω] το να κάνει κάποιος κάτι ίσο, ευθυγράμμιση, εξίσωση, εξομάλυνση νεοελλ. ναυτ. «ισασμός κεραιών» η οριζοντίωση τών κεραιών, η τακτοποίηση τών κεραιών στη σωστή τους θέση μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • τρικόχλιο — το, Ν συσκευή για την κατακορύφωση ή οριζοντίωση γεωδαιτικών και άλλων επιπέδων ή εργαλείων, η οποία φέρει τρεις κοχλίες για τη ρύθμιση τής κατάλληλης κλίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κοχλίας] …   Dictionary of Greek

  • χωροβάτης — Τοπογραφικό όργανο που χρησιμοποιείται για να πραγματοποιηθεί οριζόντια οπτική γραμμή. Ο απλούστερος τύπος χ. αποτελείται από δύο κατακόρυφους γυάλινους σωλήνες, οι οποίοι συγκοινωνούν μεταξύ τους διαμέσου οριζόντιου σωλήνα: εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • χωροβατικός — ή, ό, Ν [χωροβάτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωροβάτη («χωροβατική μέτρηση») 2. το θηλ. ως ουσ. η χωροβατική (τοπογρ.) αεροστάθμη που είναι συνδεδεμένη με τη σκοπευτική διάταξη τού χωροβάτη και η οποία χρησιμεύει για την οριζοντίωσή… …   Dictionary of Greek

  • αλφάδιασμα — το η οριζοντίωση που πετυχαίνεται με το αλφάδι: Tο αλφάδιασμά του ήταν πάντα άψογο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”