αεροστάθμη — Όργανο που κατά κανόνα χρησιμοποιείται για να ελέγχεται αν ένα επίπεδο είναι οριζόντιο. Βασίζεται στο γεγονός ότι μια φυσαλίδα αέρα που εμπεριέχεται σε υγρό μέσα σε ένα κλειστό δοχείο, τείνει να τοποθετηθεί στο σημείο του δοχείου που βρίσκεται… … Dictionary of Greek
ισασμός — και ισιασμός, ο (ΑΜ ἰσασμός, Μ και ἰσιασμός και ἰσαμός) [ισάζω] το να κάνει κάποιος κάτι ίσο, ευθυγράμμιση, εξίσωση, εξομάλυνση νεοελλ. ναυτ. «ισασμός κεραιών» η οριζοντίωση τών κεραιών, η τακτοποίηση τών κεραιών στη σωστή τους θέση μσν. 1.… … Dictionary of Greek
τρικόχλιο — το, Ν συσκευή για την κατακορύφωση ή οριζοντίωση γεωδαιτικών και άλλων επιπέδων ή εργαλείων, η οποία φέρει τρεις κοχλίες για τη ρύθμιση τής κατάλληλης κλίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κοχλίας] … Dictionary of Greek
χωροβάτης — Τοπογραφικό όργανο που χρησιμοποιείται για να πραγματοποιηθεί οριζόντια οπτική γραμμή. Ο απλούστερος τύπος χ. αποτελείται από δύο κατακόρυφους γυάλινους σωλήνες, οι οποίοι συγκοινωνούν μεταξύ τους διαμέσου οριζόντιου σωλήνα: εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
χωροβατικός — ή, ό, Ν [χωροβάτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωροβάτη («χωροβατική μέτρηση») 2. το θηλ. ως ουσ. η χωροβατική (τοπογρ.) αεροστάθμη που είναι συνδεδεμένη με τη σκοπευτική διάταξη τού χωροβάτη και η οποία χρησιμεύει για την οριζοντίωσή… … Dictionary of Greek
αλφάδιασμα — το η οριζοντίωση που πετυχαίνεται με το αλφάδι: Tο αλφάδιασμά του ήταν πάντα άψογο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)